- μικροφωνία
- μικροφωνία, ἡ (Α) [μικρόφωνος]ισχνότητα ή αδυναμία φωνής («ἀλλ' ἐπειδή ἐστιν ἕτερον τὸ βαρὺ καὶ τὸ ὀξὺ ἐν φωνῇ, μεγαλοφωνίας καὶ μικροφωνίας», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικροφωνίᾳ — μικροφωνίᾱͅ , μικροφωνία weakness of voice fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροφωνίας — μικροφωνίᾱς , μικροφωνία weakness of voice fem acc pl μικροφωνίᾱς , μικροφωνία weakness of voice fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροφωνίαν — μικροφωνίᾱν , μικροφωνία weakness of voice fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)